κατωδύροντο

κατωδύροντο
κατωδύ̱ροντο , κατά-ὀδύρομαι
lament: imperf ind mp 3rd pl

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατωδύροντο — κατωδύ̱ροντο , κατά ὀδύρομαι lament imperf ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοδύρομαι — (Α) 1. θρηνώ πάρα πολύ («πολλὰ τὴν ἑαυτῶν τύχην κατωδύροντο». Διόδ.) 2. καθικετεύω εκλιπαρώ, θερμοπαρακαλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀδύρομαι «θρηνώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”